θλᾷ — θλάω crush pres subj mp 2nd sg θλάω crush pres ind mp 2nd sg (epic) θλάω crush pres subj act 3rd sg θλάω crush pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσας — θλά̱σᾱς , θλάω crush pres part act fem acc pl (doric) θλά̱σᾱς , θλάω crush pres part act fem gen sg (doric) θλάσᾱς , θλάω crush aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) θλάω crush aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλᾶς — θλᾶ̱ς , θλάω crush pres ind act 2nd sg (doric) θλάω crush imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσαι — θλά̱σᾱͅ , θλάω crush pres part act fem dat sg (doric) θλάω crush aor imperat mid 2nd sg θλάω crush aor inf act θλάσαῑ , θλάω crush aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θλον — επίθημα τής Αρχαίας Ελληνικής που μαρτυρείται σε μικρό αριθμό λέξεων, από τις οποίες ορισμένες απαντούν μέχρι σήμερα. Το θ τού επιθήματος είναι το ίδιο με αυτό που απαντά στα θμο και θρο , αλλά δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για προσδιοριστικό τής … Dictionary of Greek
ημισύθλαστος — ἡμισύθλαστος, ον (Α) κατά το ήμισυ τεθλασμένος, μισοσπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + θλαστός (< θλω «σπάω»), πρβλ. εύ θλαστος, κεφαλό θλα στος] … Dictionary of Greek
θύσθλα — θύσθλα, τὰ (Α) 1. τα ιερά σκεύη τα οποία χρησιμοποιούσαν στις βακχικές πομπές 2. συνεκδ. η βακχική τελετή, η βακχική πομπή 2. θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θυρσ θλα με απλοποίηση τού συμφωνικού συμπλέγματος < θύρσος + θλον. Κατέληξε να σημαίνει… … Dictionary of Greek
κράση — (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το… … Dictionary of Greek
φλαδιώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) «φλαδιᾱν θλαδιᾱν, μαλάττειν, τύπτειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. φλῶ «σπάω» σχηματισμένος από το θ. φλα με οδοντική παρέκταση σ (πρβλ. κλά δ ος: κλῶ) και ρηματ. κατάλ. ιῶ / ιάω, πρβλ. και το ζεύγος θλα δ ιῶ: θλῶ (για τη… … Dictionary of Greek
θλᾶν — θλάω crush pres part act masc voc sg (doric aeolic) θλάω crush pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) θλάω crush pres part act masc nom sg (doric aeolic) θλᾶ̱ν , θλάω crush pres inf act (epic doric) θλάω crush pres inf act (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)